- διαγραφαί
- διαγραφήdelineationfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαγραφή — η (AM διαγραφή) 1. απεικόνιση, αναπαράσταση με γραμμές, σκαρίφημα, σχεδίασμα 2. η συνοπτική περιγραφή, η έκθεση, η συνόψιση 3. απάλειψη, σβήσιμο 4. (για χρέος) εξάλειψη αρχ. 1. η υποτύπωση γραμμικού σχεδίου 2. κατάλογος, πίνακας 3. διάταγμα,… … Dictionary of Greek